μαμόθρεφτος

μαμόθρεφτος
-η, -ο
1. αυτός που μεγάλωσε μέσα στα πλούτη και τις περιποιήσεις.
2. μτφ., κακομαθημένος, άβουλος: Είναι υπερπροστατευτική μητέρα και έχει κάνει το παιδί της μαμόθρεφτο.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • παιδί — Από βιολογική άποψη θεωρείται π. ο άνθρωπος από τη γέννησή του μέχρι τα 9 του χρόνια ή και μέχρι τα 11 14, ανάλογα με τους επιστήμονες οι οποίοι έχουν ασχοληθεί με το θέμα. Η επιστήμη που ασχολείται με το π. είναι σχετικά νέα. Οι αρχαίοι… …   Dictionary of Greek

  • κολεγιόπαιδο — το 1. σπουδαστής κολεγίου. 2. (ειρων.), σοκολατόπαιδο, μαμόθρεφτος …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”